- στίκτης
- ὁ, Α [στίζω](για πρόσ.) αυτός που στίζει, που στιγματίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στικτῆς — στικτός pricked fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικτῶν — στίκτης tattooer masc gen pl στικτός pricked fem gen pl στικτός pricked masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίκτην — στίκτης tattooer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοστίκτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επίχρυσες διακοσμήσεις («τέκτονας χρυσοστίκτας», Θεοφάν. Συνεχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στίκτης (< στίζω)] … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek